- ἀρίδος
- ἀρίςbow-drillfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυργόβαρις — άριδος και άρεως, ο, ΝΑ, θηλ. πυργόβαρις, ἡ, Α νεοελλ. ναυτ. παλαιός τύπος θωρακισμένου πολεμικού πλοίου η εξέλιξη τού οποίου οδήγησε στα σύγχρονα θωρηκτά και ντρέντνοτ αρχ. το θηλ. οχυρό με επάλξεις, φρούριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + βᾶρις «μεγάλη … Dictionary of Greek
Σύβαρις — Αρχαία αποικία της Μεγάλης Ελλάδας, που ίδρυσαν τον 8o αι. π.Χ. στη δυτική ακτή του κόλπου του Τάραντα οι Αχαιοί της Πελοποννήσου. Η πόλη βρισκόταν σε απόσταση 3,5 χλμ. από τις σημερινές εκβολές του ποταμού Σύβαρη, όπου εντοπίστηκε από τις… … Dictionary of Greek
εύμαρις — εὔμαρις, άριδος, ἡ (Α) ασιατικό σάνδαλο, είδος παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη, άγνωστης προελεύσεως, πράγμα συνηθισμένο για ονομασίες υποδημάτων (πρβλ. αρβύλη, ασκέρα, βλαύτη κ.ά.)] … Dictionary of Greek